Αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, βιώματα που σημάδεψαν τη ζωή μου και γεγονότα που θα πρέπει να θυμούνται οι τωρινοί αλλά και να γνωρίζουν οι επερχόμενες γενιές μου φώναξαν να γράψω μερικές Μικρές Ιστορίες του χωριού….Έτσι για να μην ξεχνάμε…
Φτώχεια και απελπισία….
Ήταν Αύγουστος το 1956 και η Κυρά Μαρίνα η συχωρεμένη βολοδέρνονταν στις δουλειές του σπιτιού, να ζυμώσει, να πλύνει στη σκάφη τα τριμμένα ρούχα των παιδιών της και το μυαλό της βασάνιζε η σκέψη….τι να μαγειρέψω στα παιδιά μου μεσημεριάτικα……
Δεν είχε πολλές επιλογές στο μενού τι να πρωτομαγειρέψει.
Απλά δεν είχε τίποτε…..
Θα πάω λέει, με το νου της, στη γειτόνισσα να πάρω μερικές πατάτες δανεικές και θα τις τηγανίσω στα κακόμοιρα που πεινούσαν κι εκείνο το μικρό ο Λάκης δεν την άφηνε από την ποδιά.
Σαν τέλειωσε το πλύσιμο και άπλωσε τα ρουχαλάκια άνοιξε την μεγάλη αυλόπορτα και πήγε στη γειτόνισσα την Βερδίκο (Ευρυδίκη) .
Σε λίγο γύρισε σπίτι με πέντε πατατούλες στην ποδιά της που κράταγε σφιχτά και με ένα χαμόγελο πέρα ως πέρα μπήκε πάλι από την μεγάλη αυλόπορτα στην πλακόστρωτη αυλή της, κρατώντας από το χέρι και τον γκρινιάρη της το Λάκη, έτοιμη για το πλούσιο γεύμα στα παιδιά της, που όλο και γκρίνιαζαν σαν πήγε μεσημέρι και ακόμη δεν είχαν φάει τίποτε.
Άκουσε να ανοίγει πάλι η αυλόπορτα και γύρισε να δει ποιος ήταν.
Μαρίνα μου, άκουσε μια τρεμάμενη φωνή, από μια ζητιάνα του διπλανού χωριού ,με τα τρία από τα επτά παιδιά της να τα σέρνει μαζί της το ένα στην πλάτη της ζαλωμένο και τα άλλα δυο κρατώντας τα από το χέρι.
Μαρίνα αμάν δώσε μας κάτι να φάμε ,πεθάναμε της πείνας έχουν δυο μέρες να φάνε τα καημένα.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα η Κυρά Μαρίνα (ο Θεός να τη συγχωρήσει) , άνοιξε την ποδιά της και άδειασε μέσα στο τριμμένο σακούλι της ζητιάνας τις πέντε πατάτες, που και η ίδια ζητιάνεψε πριν από λίγο από την γειτόνισσα την Βερδίκο.
Να πάρε πατάτες να φάνε, της είπε και το χαμόγελο μεγάλωνε πιο πολύ στα χείλη της.
Τίναξε την ποδιά της , χάιδεψε τα μικρά της ζητιάνας, που ζητωκραύγαζαν χαρούμενα και πιάνοντας το μάγουλό της με την παλάμη ανοιχτή, σκεφτόταν τι να κάνει τώρα που τα δικά της παιδιά περίμεναν πως και πως τις πατατούλες.
-Να δω τώρα τι θα φάνε τα δικά σου παιδιά ,άκουσε τον άντρα της τον κυρ-Κώστα ,(ο Θεός να τον συγχωρήσει) που είχε δει όλη τη σκηνή από τη στέγη του μαγειρειού ,πού έφτιαχνε τις πλάκες της σκεπής να μη μπάζει νερό το χειμώνα.
Θα πάω στο κοτέτσι κάποια κότα θα γέννησε …αποκρίθηκε η Κυρά Μαρίνα.
-Άντε να δούμε τι θα βρεις της είπε ο κυρ-Κώστας και δεν έπαιρνε τα μάτια του από πανω της, να δει τι θα κάνει.
Πάει η Κυρά Μαρίνα στο κοτέτσι ,ψάχνει στις φωλιές….τίποτε ούτε τσιόφλι….
Κοιτάζει γύρω της και παίρνει το στενάκι για την άλλη γειτόνισσα την Θοδώρα, σέρνοντας πάντα από την ποδιά της το γκρινιάρη το Λάκη.
Ω Θουδώρου…φωνάζει…και βλέποντας τη Θοδώρο στο κατώφλι της λέει…
Δώσε μου δυο αυγά δανεικά και άμα γεννήσουν οι δικές μου κότες σου τα φέρνω.
Κατέβασε το καλάθι η Κυρά Θοδώρα ,που το είχε κρεμασμένο με ένα σχοινί από το ταβάνι και της έδωσε δυο αυγά δανεικά.
Ο κυρ- Κώστας από τη σκεπή του μαγειρειού τα έβλεπε όλα και περίμενε την Κυρά του τη Μαρίνα να ακούσει τι θα του πεί.
-Είδες, του είπε η Κυρά Μαρίνα, μόλις γύρισε, ο Θεός δεν έχει κανέναν για χαμό. Γέννησαν οι κότες δυο αυγά και θα φάνε τα παιδιά, τώρα κιόλας θα τα τηγανίσω.
Χαμογελώντας ο κυρ-Κώστας δεν της έδειξε πως τα είχε δει όλα ….
Ευτυχώς της είπε ευτυχώς γέννησαν οι κότες…….και έσκυψε πάλι πάνω στο μαγειρειό και έστρωνε χαμογελαστός τις πλάκες στη σκεπή, να μην μπάζει νερά το χειμώνα και ας είχε σφίξιμο στο στομάχι από την πείνα.
Χαμογελούσε και ένοιωθε Περηφάνια για την Κυρά Μαρίνα την καλοσυνάτη και πονετική γυναίκα του.
Σε λίγο η τάβλα ήταν στρωμένη, τα αυγά τηγανισμένα και ο γκρινιάρης ο Λάκης επιτέλους ξαμολήθηκε από την ποδιά της μάνας του.
Καθισμένα στα σκαμνάκια τα τρία κουτσούβελα έτρωγαν, πολύ ψωμί από καλαμπόκι (μπομπότα) με λίγο αυγό για νοστιμιά και με προσφάι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου