Γράφει ο Δημήτρης Φίλιος,Καθηγητής Οικονομολόγος
Εκ Λογγάδων!!!
Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε……...
Η ζωή ήταν και εξακολουθεί να είναι δύσκολη στα χωριά του κάμπου. Τα προβλήματα πολλά. Οι καμποχωρίτες αγκαλιασμένοι με αυτά προσπαθούν με τα λίγα μέσα που διαθέτουν να βρουν τη λύση τους. Τα λεφτά βγαίνουν με κόπο και είναι λιγοστά σε όλα τα νοικοκυριά.
Τα παιδιά των χωραφιών βλέποντας από κοντά τη χρόνια αυτή μιζέρια ονειρεύονται μια άλλη ζωή. Καλά είναι τα πρόβατα, καλά και τα κτήματα αλλά δεν δίνουν την ευκαιρία για κάτι καλύτερο. Οι δάσκαλοι, στους μαθητές που έχουν κλήση στα γράμματα ,φυτεύουν ιδέες. Τους λένε για τη Σχολή Ικάρων, το Ναυτικό, τη Χωροφυλακή. Τους ενημερώνουν για το τι κάνει ο δικηγόρος, τι προσφέρει ο γιατρός, πώς μπορεί να γίνει κανείς δάσκαλος, καθηγητής, οικονομολόγος. Τα ορεξάτα για διάβασμα σχολιαρόπαιδα σκέπτονται κάτι απ’ όλα αυτά για τον εαυτό τους. Γράφουν μέτριες εκθέσεις και λύνουν όλες τις ασκήσεις της αριθμητικής και της Γεωμετρίας. Έχουν άριστο μυαλό και μπορούν να προχωρήσουν στα γράμματα αλλά αλλού είναι ο κόμπος στο χτένι. Τα Γυμνάσια εδρεύουν στην πόλη. Πού θα μείνουν; Τί θα φάνε; Με τι χρήματα θα αγοράσουν τα τετράδια και τα βιβλία; Πώς θα πορευτούν τόσα χρόνια στα θρανία; Από τη μια όλα αυτά τα εμπόδια και από την άλλη η δίψα για μόρφωση. Βλέπουν τα μεγαλύτερα γυμνασιόπαιδα να έρχονται τα Σαββατοκύριακα από την πόλη και θέλουν και αυτά να τους μοιάσουν. Θέλουν και αυτά να πάνε στη Ζωσιμαία, στο Αρρένων, στο Οικονομικό.
Οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο δεν τα απασχολούν. Ούτε οι προφορικές ερωτήσεις στα Θρησκευτικά, την Ιστορία και τη Γεωγραφία ούτε οι γραπτές εξετάσεις στα Μαθηματικά τα γονατίζουν. Την Έκθεση φοβούνται όλοι. Ποιο θα είναι το θέμα; Άλλο να γράφουν για την πλατεία του χωριού και άλλο να γράφουν για το συντριβάνι στην πλατεία της πόλης, που δεν το έχουν δει ποτέ και ούτε ξέρουν τι είναι αυτό και ούτε γνωρίζουν πώς λειτουργεί και τι χρειάζεται. Αλλιώς γράφουν τα παιδιά του κάμπου για το ξωκκλήσι του Αϊ-Λια και αλλιώτικα γράφουν τα παιδιά της πόλης για το εμπορικό κέντρο. Οι εμπειρίες διαφορετικές και τα βιώματα άλλα στις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες. Τα χωριατόπαιδα όμως δεν το βάζουν κάτω. Έμαθαν να παλεύουν από τα γεννοφάσκια τους. Η πειθαρχία, η μελέτη, η εργασία είναι η καλύτερη μέθοδος μάχης για ένα όμορφο αύριο. Στις γραπτές δοκιμασίες τα παιδιά του κάμπου τα πάνε καλά, τα αποτελέσματα βγαίνουν και τα περισσότερα είναι στους πίνακες των επιτυχόντων και μάλιστα σε καλή σειρά. Η μόρφωση είναι μια ατέλειωτη εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό τους. Αν θέλει να φτάσει κανείς κάπου ,θα πρέπει είτε να πάει πίσω και να σπρώξει είτε να πάει μπρος και να τραβήξει. Αν στέκεται στην άκρη δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Τα αγχωμένα από τη φτώχεια παιδιά, που οι γονείς τους ξέρουν μόνο να σκάβουν τη γη, να ανακατεύουν το χώμα και να φυτεύουν κηπευτικά, θέλουν κάπου να φτάσουν και το τώρα είναι η καλύτερη εποχή. Το σήμερα η ωραιότερη μέρα.
Τα αποδημητικά πτηνά στην αναζήτηση κάποιας ζεστασιάς ρίχνονται στην περιπέτεια ενός μακρινού ταξιδιού. Οι φτωχότεροι μαθητές από τα γυμνασιόπαιδα της πρώτης τάξης θα πάνε στα επαρχιακά σχολεία της Πωγωνιανής και του Μετσόβου. Εκεί στα οικοτροφεία αυτών των κεφαλοχωριών του νομού θα βρούνε στέγη, ζεστασιά και τροφή. Οι υπόλοιποι, που κάπως τα βολεύουν οικονομικά, θα νοικιάσουν ένα δωμάτιο στο κάστρο ή στις φτωχογειτονιές της Σιαράβας. Καθένας, με τον πήχυ του μετράει το πανί του. Η οικοσκευή λιτή. Ένα κρεβάτι, ένα τραπεζάκι, μια καρέκλα, μια γκαζιέρα, για να ζεσταίνουν το φαγητό, μια καραβάνα, το κύπελλο, παλιές εφημερίδες στα παράθυρα για κουρτίνες, δύο τελάρα σε κάποια άκρη στρωμένα με γαλάζιο χαρτί σε ρόλο βιβλιοθήκης, κάποια καρφιά στον τοίχο για να κρεμάνε τον τρουβά με το ψωμί και όλα αυτά μαζί συνθέτουν το σκηνικό του μαθητικού δωματίου.
Οι πρώτες μέρες στο Γυμνάσιο δύσκολες, οι προβληματισμοί πολλοί, η προσαρμογή ίσως και ακατόρθωτη. Χάθηκε η ζωηράδα της δωδεκάχρονης χωριάτικης ψυχής, κρύφτηκε η δύναμη της παιδικής νιότης κάτω από το μπαλωμένο παντελόνι και τα τρύπια παπούτσια. Τα πλουσιόπαιδα έχουν σιδερωμένα ρούχα και καινούρια πουκάμισα, αρχοντικές μπλούζες πλεγμένες στις καλύτερες πλέχτρες της πόλης, ευρωπαϊκές κάλτσες και λουστρισμένα σκαρπίνια• και τούτα, τα καμποπαίδια με τσουράπια, με κοντό ρετσινένιο παντελόνι και γαλότσες στα πόδια. Μόνο στα καπέλα μοιάζουν. Έχουν όλοι την κουκουβάγια και το σήμα με τα αρχικά του Σχολείου. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, που ο καθένας έχει το δικό του χρώμα και τη δική του υπόσταση. Από τη μια τα χωριατόπουλα σαν τα αγριοπούλια ψάχνουν με αποφασιστικότητα να βρούνε μια φωλιά για να κουρνιάσουν, ένα πιάτο φαΐ για να χορτάσουν την πείνα τους, ένα φιλόξενο σχολείο για να αβγατίσουν τη μόρφωσή τους. Από την άλλη τα παιδιά της πόλης με λυμένα τα καθημερινά τους προβλήματα, ρίχνονται όλα μαζί στον άνισο αγώνα για την κατάκτηση της γνώσης και της αξιοσύνης από τα ίδια θρανία, με τους ίδιους δασκάλους.
Το κουδούνι χτυπά στο τέλος και της έκτης ώρας.. Εκείνα «τα τυχερά παιδιά» θα γυρίσουν στο σπίτι τους, θα βρουν φαγητό, ζεστασιά, μάνα, πατέρα, αδέλφια και κάτι θα πουν για το σήμερα. Ετούτα, «τα άλλα παιδιά», «τα χωριατάκια», όπως περιφρονητικά τα φωνάζουν, τραβάνε για τη Σκάλα, το λιμάνι με τις βάρκες. Εκεί σε κάποιο κατάρτι κρέμεται ο τρουρβάς από το χωριό.
Έστειλαν σπιτιακό φαΐ στον κλειδοπίνακα, μπομπότα στο ψωμομάντηλο και γιδοτύρι στη λαδόκολλα. Τι άραγε να έχει μαγειρέψει η καλόψυχη και πονεμένη μανούλα για σήμερα; Ντόπια πραμάτια από τον κάμπο. Τη μια μέρα φασόλια, την άλλη πατάτες, την παράλλη φακές, και κάθε βδομάδα μία από τα ίδια, αλλά με διαφορετική σειρά. Όλο το καμποχωρίτικο μπουλούκι, μικροί και μεγάλοι με τον τρουβά στον ώμο και τα βιβλία παραμάσχαλα, ξεθαρρεμένα πια γιατί είναι μεταξύ τους, του ίδιου συναφιού, φοράνε τα ίδια τριμμένα φτωχικά ρούχα, τις ίδιες πλαστικές γαλότσες αγορασμένες από το παζάρι, μιλάνε την ίδια χωριάτικη γλώσσα, έχουν τη ίδια βαριά καμπίσια προφορά, με αστεία και φωνές επιστρέφουν στα νοικιασμένα φτωχόσπιτα του κάστρου. Θα φάνε, θα ξεκουραστούν λίγο και θα ριχτούν στο διάβασμα.
Με τους καστρινούς δένουν. Είναι και κείνοι απλοί σαν τους καμποχωρίτες, άνθρωποι του μόχθου, του πόνου, της φτώχειας και του μεροκάματου. Νοικιάζουν το ένα από τα δύο δωμάτια του σπιτιού τους στα γυμνασιόπαιδα για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Τα παιδιά του κάμπου παίζουν και κάνουν παρέα με τα δικά τους παιδιά, έχουν την ίδια γειτονιά, την ίδια πλατεία, τα ίδια ενδιαφέροντα. Σκαρφαλώνουν μαζί στα τείχη του κάστρου, ανακαλύπτουν μαζί τις στοές, τα στενά και τα σοκάκια της καστρούπολης. Σιγά-σιγά γίνεται η προσαρμογή. Οι εντυπώσεις αλλάζουν. Ο νους των χωριατόπαιδων καταλαγιάζει και η καρδιά μαλακώνει. Η εγώπολη και η εσύπολη σε αυτήν τη γωνιά της πόλης είναι η ίδια. Είναι η γειτονιά τους. Γνωρίζονται μεταξύ τους, μαθαίνονται, φωνάζονται με τα μικρά τους ονόματα, θέλουν τη συνύπαρξη και αυτό είναι που τα δένει. Τα φτωχοπαίδια του κάμπου δεν είναι πλάσματα κατώτερου Θεού. Όχι. Όλοι έχουν τον ίδιο Θεό και κάτι ο Μεγαλοδύναμος πιστεύουν να μοιράσει και σ΄ αυτά.
Η σωστή θέση στη ζωή είναι να ανέχεσαι αυτό που επικρατεί και να αλλάζεις αυτό που μπορείς. Πέντε μέρες στην πόλη. Σαββατοκύριακο στο χωριό• να πλυθούνε, να αλλάξουν ρούχα, να δούνε τους δικούς τους, να τους πούνε νέα, να ακούσουν τα δικά τους. Τις κρύες Δευτέρες του χειμώνα κουκουλωμένα στην κάπα του πατέρα παίρνουν το πρώτο πρωινό καΐκι για τα Γιάννενα. Πάντα συνεπείς στην ώρα τους οι βαρκαραίοι για να προλάβουν τα γυμνασιόπαιδα το Σχολείο. Όλοι τους καλοί και ευγενικοί βοηθάνε με τον τρόπο τους τα φτωχοπαίδια στην προσπάθεια που κάνουν. Εξάλλου οι περισσότεροι από αυτούς έχουν και τα δικά τους παιδιά στα γράμματα και ξέρουν από κοντά τα προβλήματα και τις δυσκολίες.
Όταν ο βοριάς σταματάει τα δρομολόγια της λίμνης και ο τρουβάς με το μεσημεριανό δεν έρχεται στο λιμάνι της Σκάλας, τότε για τους μαθητές οι λύσεις του φαγητού είναι άλλες. Μοιράζονται το ξεροκόμματο των προηγουμένων ημερών και γεμίζουν το στομάχι τους με γαλοτύρι και λαχαραμιά που από το ξεκίνημα του Σχολείου έχουν κάτω από το κρεβάτι τους , μέσα στα σταμνιά και τα μικρά ξυλοβάρελα.
Στην αρχή κάθε χρονιάς, οι μεγαλύτεροι στην τάξη μαθητές πουλάνε στους μικρότερους τα παλιά τους βιβλία -μεταφράσεις των αρχαίων, μαθηματικά, λύσεις των ασκήσεων- όλα στη μισή τιμή για να πάρουν με τη σειρά τους από τους άλλους ή από το παλαιοπωλείο του Κουρμανιού τα δικά τους για την παραπάνω τάξη.
Το ψωμί είναι γλυκύτερο, όταν το μοιράζεσαι και η ανέχεια γίνεται λαφρύτερη, όταν την μεσιάζεις. Οι απόφοιτοι της έκτης τάξης πριν φύγουν από το Σχολείο, χαρίζουν την οικοσκευή τους στα πρωτάκια και ο κύκλος συνεχίζεται. Η φτώχεια γεννάει ιδέες επιβίωσης. Τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα αλλάζουν χέρια. Αυτοί που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ίσως αποδεικνύονται ισχυρότεροι. Χρειάζεται να ναυαγήσει κανείς πολλές φορές για να γίνει θαλασσοπούλι. Και τούτα τα παιδιά του κάμπου καθημερινά δίνουν τον αγώνα τους για τη ζωή που τόσο σκληρά τους φέρνεται. Αλλά πού θα πάει. Το βόδι δένεται από τα κέρατα και τα σχολιαρόπαιδα από τα λόγια τους. Δώσανε λόγο τιμής να μάθουν γράμματα και θα τα μάθουν. «Πόνος και πόθος και παλμός και αγώνας μας, το αύριο να γίνει καλύτερο από το χθες» πως λέει και το τραγούδι.
Αυτό που λέγεται φωναχτά για να ακούγεται δυνατά«Τα παιδιά των γεωργών να γίνουν γεωργοί και τα παιδιά των γιατρών να γίνουν γιατροί γιατί έχουν λεφτά», δεν το χώνεψε ποτέ το στομάχι τους γιατί, απλά ποτέ δε θέλησαν να καταπιούν κάτι τέτοιο. Κάθε πρωί δένουν σταυρωτά τα λιγοστά βιβλία τους γι να μη φεύγουν από την παγωμένη παλάμη τους, ρίχνουν λίγο τριμμένο μπομποτίσιο ψωμί στις τσέπες τους για να έχουν κάτι να βάλουν στο στόμα τους στα διαλείμματα και τραβάνε για το Σχολειό τους. Καθημερινά μέσα από τα στενά και τα υπόστεγα, εκεί που ο αέρας κόβεται και η βροχή κρατιέται, κάνουν το ίδιο σχολικό δρομολόγιο για ένα και μοναδικό σκοπό, να αλλάξει δρόμο η ζωή τους.
Δεν μπορεί κανένας να ανέβει στην πλάτη σου, εκτός αν εσύ ο ίδιος σκύψεις. Άλλο να είσαι γεωργός και άλλο γεωπόνος, άλλο να είσαι κτηνοτρόφος και άλλο κτηνίατρος,άλλο βοσκός και άλλο δάσκαλος.Όλα μπορεί να έχουν την αξία τους αλλά οι θέσεις στην κατάταξη της αξιοσύνης είναι διαφορετικές, όπως διαφορετικός είναι και ο τρόπος ζωής για τον καθένα μας. Οι αξίες δεν παραγράφονται• κατακτώνται και καταγράφονται και όλοι τις έχουμε ανάγκη. Αυτοί που μάθανε γράμματα και φύγανε από το καμποχώρι γυρίζουν με νοσταλγία να περάσουν την άδειά τους και τα χρόνια της σύνταξής τους με τους χωριανούς τους. Δεν ξέκοψαν από το μαντρί τους.
Ο κάμπος δεν έχασε τους ανθρώπους του. Οι περισσότεροι φύτρωσαν,άπλωσαν ρίζες και έμειναν εκεί. Μεγάλωσαν τις περιουσίες τους, απέκτησαν σύγχρονα μηχανήματα, με θερμοκήπια και γεωτρήσεις αύξησαν την παραγωγή τους και καλυτέρευσαν τη ζωή τους. Οι βαρκαραίοι και τα καΐκια δεν υπάρχουν πια για να μεταφέρουν προϊόντα και μαθητές. Ο καθένας έχει το δικό του στεριανό μέσο μεταφοράς. Η επικοινωνία με την πόλη γίνεται από τη γύρα πιο εύκολα, πιο απλά, πιο γρήγορα. Οι νέοι μας δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα στη μάθηση, στη σύνδεση, στην προσαρμογή και στην επικοινωνία με την πόλη και τους κατοίκους της. Η ψαλίδα της φτώχειας και του πλούτου έκλεισε κάπως και μαζί με αυτήν έκλεισαν οι πληγές της ψυχής στους παλαιότερους, που θέλησαν να πάνε κόντρα στη ζωή για να την κάνουν καλύτερη ακολουθώντας το δρόμο της μάθησης, μόνο και μόνο για να χορτάσουν το ψωμάκι, το ρούχο, τη φαμίλια τους, την αχόρταγη ζωή που τους απομένει. Η μόρφωση είναι γλυκιά σαν το μέλι. Αν όμως δεν τη δοκιμάσεις, δεν καταλαβαίνεις τη γεύση της.
Ο καμποχωρίτης οικονομολογος
Δημήτρης Φίλιος
Υ.Γ Ψυχόβραζαν οι παιδικές μου μνήμες και έγραψα κάτι για να θυμηθούμε τα παλιά και συγκρίνοντάς τα με τα τωρινά, να βρούμε τη διαφορά ευκολότερα και όλοι μαζί να δοξάσουμε το Θεό που φτάσαμε ως εδώ. Να είμαστε καλά να έχουμε την υγειά μας και να τα λέμε για να ξεπονάμε. Ο πόνος της φτώχειας μάς χτύπησε από την κούνια και μας έμεινε κουσούρι το να θέλουμε να τη μολογάμε, μήπως την ξορκίσουμε και την ξεφορτωθούμε.
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου